Tenses - moods Passive voice
Indicative Mood Singular Plural
Present ανθίσταμαι ανθιστάμεθα
ανθίστασαι ανθίστασθε
ανθίσταται ανθίστανται
Imperfect ανθιστάμην ανθιστάμεθα
ανθίστασο ανθίστασθε
ανθίστατο ανθίσταντο
Aorist (simple past) αντιστάθηκα, αντέστην αντισταθήκαμε
αντιστάθηκες, αντέστης αντισταθήκαμε
αντιστάθηκε, αντέστη αντιστάθηκαν, αντισταθήναν(ε), αντέστησαν
Perfect έχω αντισταθεί έχουμε αντισταθεί
έχεις αντισταθεί έχουμε αντισταθεί
έχει αντισταθεί έχουν αντισταθεί
Pluperfect είχα αντισταθεί είχαμε αντισταθεί
είχες αντισταθεί είχατε αντισταθεί
είχε αντισταθεί είχαν αντισταθεί
Future (continuous) θα ανθίσταμαι θα ανθιστάμεθα
θα ανθίστασαι θα ανθίστασθε
θα ανθίσταται θα ανθίστανται
Future (simple) θα αντισταθώ θα αντισταθούμε
θα αντισταθείς θα αντισταθείτε
θα αντισταθεί θα αντισταθούν(ε)
Perfect θα έχω αντισταθεί θα έχουμε αντισταθεί
θα έχεις αντισταθεί θα έχετε αντισταθεί
θα έχει αντισταθεί θα έχουν αντισταθεί
Subjunctive Mood
Present να ανθίσταμαι να ανθιστάμεθα
να ανθίστασαι να ανθίστασθε
να ανθίσταται να ανθίστανται
Aorist να αντισταθώ να αντισταθούμε
να αντισταθείς να αντισταθείτε
να αντισταθεί να αντισταθούν(ε)
Perfect να έχω αντισταθεί να έχουμε αντισταθεί
να έχεις αντισταθεί να έχετε αντισταθεί
να έχει αντισταθεί να έχουν αντισταθεί
Imperative Mood
Present -- αντιστάσθε
Aorist αντισταθήσου αντισταθείτε
Participle
Present αντιστάμενος
Perfect -- --
Infinitive
Aorist αντισταθεί
Examples with «ανθίσταμαι»:
ελληνικά αγγικά
Ανθίστανται σ'όλες τις επιθέσεις. They are withstood against all attacks.
Να μην ανθίστασαι στο λαό! Don't resist against the people!
Κανένας άλλος εμπορικός εταίρος ανθίσταται κατ'αυτόν τον τρόπο. Not a single business partner resists against this constitution.

The conjugation of this passive verb «ανθίσταμαι» is a combination of the passive verb «συνίσταμαι» and the passive form of «καθιστώ», «καθίσταμαι»